νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
Clearchus of Soli — This article is about the writer Clearchus. For others with this name, see Clearchus (disambiguation). Clearchus of Soli (Greek: Kλέαρχoς, Klearkhos) was a Greek philosopher of the 4th 3rd century BCE, belonging to Aristotle s Peripatetic school … Wikipedia
αναβίωση — Χαρακτηριστική ικανότητα διαφόρων ζωικών (π.χ. πρωτόζωων και βοαδυπόρων) και φυτικών οργανισμών (όπως οι λειχήνες, οι μύκητες και τα βακτήρια) να αποκτούν πάλι την κανονική ζωτικότητα έπειτα από μια περίοδο αναστολής της, λόγω εξωτερικών αιτιών,… … Dictionary of Greek
αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… … Dictionary of Greek
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek
καταπληξία — Μορφή κυκλοφορικής ανεπάρκειας, η οποία χαρακτηρίζεται από τη γρήγορη εμφάνιση πνευματικής νάρκης, γενικής αδυναμίας, ψυχρότητας των άκρων, υγρότητας του δέρματος, συχνού και μικρού σφυγμού και πτώσης της αρτηριακής πίεσης. Προκύπτει ως… … Dictionary of Greek
καταφορά — ἡ (AM καταφορά) [καταφέρω] η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα νεοελλ. ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή νεοελλ. μσν. έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική,… … Dictionary of Greek
ληθαργώδης — ληθαργώδης, ῶδες (Α) [λήθαργος (Ι)] ληθαργικός. επίρρ... ληθαργωδῶς (Α) σε κατάσταση ληθαργίας, νάρκης … Dictionary of Greek
μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… … Dictionary of Greek
νάρκωση — (Ιατρ.). Βλ. λ. αναισθησία. * * * η (Α νάρκωσις) [ναρκώνω] το αποτέλεσμα τού ναρκώνω, η επέλευση τής νάρκης, απώλεια τής συνείδησης και παύση κάθε κίνησης νεοελλ. ιατρ. 1. η ελάττωση τής διεγερτικότητας τού νευρικού συστήματος ώς την εξασθένηση ή … Dictionary of Greek